Οι Λέξεις
Η δημιουργία ως πράξη αυτογνωσίας
Το εικαστικό σύμπαν της Δήμητρας Χανιώτη συντίθεται με στοιχεία και υλικά ετερόκλητα. Αντλείται από την γλυπτική της κυκλαδικής τέχνης και τα κεντήματα των γιαγιάδων μας, από την εικονογραφία του μοντέρνου και του πραγματικού που σήμερα βιώνουμε.
Εντάσσει την αρχαϊκή θεότητα, τη Γοργώ -Μέδουσα, που πέτρωνε με το βλέμμα της τους εχθρούς, ή «Το Κορίτσι με τα περιστέρια», την ανάγλυφη στήλη από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ, με το πράσινο σήμα κατατεθέν του σωσιβίου στα πλοία της γραμμής.
Δείχνει τη Νίκη της Σαμοθράκης πάνω στο «Πάριο Χρονικό» και στη σκιά της τη Νίκη του Παριανού γλύπτη Περαντινού.
Πλάθει σε άλλο έργο τα φτερά της σύγχρονης αυτής Νίκης με τους γεωλογικούς χάρτες των αρχαίων λατομείων του μαρμάρου και αποτελούν ένα λάιτμοτίβ της δημιουργίας της. Την περιστοιχίζει με πολυάριθμες άδειες βάσεις που υποδηλώνουν την κλοπή του συνονόματου περίφημου αγάλματος της αρχαιότητας που σμιλεύτηκε πάνω σε παριανό μάρμαρο.
Δημιουργεί ένα Κυκλαδικό Ειδώλιο με το ιδιαίτερα φίνο και ιδιαίτερα ανθεκτικό φυτό της Πάρου, τον Κουφάρδικα.
Φτιάχνει το εμβληματικό έργο που ονομάτισε και την πρώτη της ατομική της έκθεση «Ο τρώσας και ιάσεται»(αυτός που προξένησε την πληγή θα τη γιατρέψει) ως μια κλεψύδρα πάνω στο σήμα του σωσιβίου αποτελούμενη από μια ανάποδη ημιτελή οικοδομή στην κορυφή της οποίας έχει τοποθετηθεί το παιδικά πλασμένο στα ανθρώπινα μέτρα σπιτάκι.
Συνδέει διάφανες, εκρηκτικές πινελιές και την ελαφρότητα της δαντέλας, με τη σκληρότητα των ικριωμάτων της σύγχρονης οικοδομής, των ορθογωνισμένων όγκων της και των παραπετασμάτων από λαμαρίνα που περιβάλλουν τη ρυθμική μορφή της Ακρόπολης.
Κεντάει με κόκκινες κλωστές που βγαίνουν από το καλάθι της κλασσικής φιγούρας της Αριάδνης πάνω σε ένα κολλάζ από χαρτί μελιμετρέ, αποκόμματα εφημερίδων και τυποποιημένα σχέδια κεντήματος, το κόκκινο χαλί των πολιτικών και τεχνοκρατών. Είναι ένα μικρό πλαίσιο μέσα από το οποίο προβάλλεται η στερεότυπη φωτογραφία των κουστουμαρισμένων φιγούρων των κρατούντων τον κόσμο σε ηχηρή αντίθεση με το χάος που υπάρχει γύρω τους.
Οι εικόνες της ενσωματώνουν διαφορετικά ιδιώματα της σύγχρονης τέχνης, τον ντανταϊσμό, το σουρεαλισμό, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, το νέο ρεαλισμό αλλά και τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών.
Φτιάχνονται επιπλέον με την κλασσική σταυροβελονιά και με το βελονάκι, με έναν χρωστήρα συνειρμικό και αυθόρμητο αλλά και με ψηφιακά τυπώματα.
Μιλούν και με την άμεση εικαστική γλώσσα των εξωστρεφών, επιθετικών μορφών του μοντέρνου και με την έμμεση και αισθαντική γλώσσα του εσωστρεφών, φυσικών μοτίβων του λαϊκού κεντήματος που τολμά να αναδείξει.
Αποκαλύπτουν στο θεατή τους μέσα από την αντιπαράθεση της λιτής αισθητικής του αυθεντικού και του χυδαίου στόμφου της μίμησης, τη βεβιασμένη και άναρχη ισοπέδωση του παρελθόντος και του παρόντος μας.
Διαρρηγνύουν την εικονική πραγματικότητα με την καλλιτεχνική πράξη που πηγάζει μέσα από την ίδια τη ζωή και τη συλλογική της μνήμη.
Λήδα Καζαντζάκη
Το ταξίδι της Δήμητρας Χανιώτη
Το Αιγαίο είναι κυρίαρχη παρουσία στη δουλειά της Δήμητρας Χανιώτη. Όχι ως θαλασσογραφία, αλλά ως κοιτίδα πολιτισμού, ως παράδοση και ως θλίψη για ένα κόσμο που χάνεται μέσα στη σύγχρονη αλλοτρίωση. Όλα ως ένα τραγούδι σεκόντο πίσω από εικαστικούς στίχους. Οι αρχαίες κολόνες, οι ακροπόλεις που επιστεγάζουν σκελετούς εγκαταλειμμένων βιομηχανικών κτιρίων, σφίγγες και άλλες πτερόμορφες μορφές, ειδώλια, αγαλματίδια, κόρες και μορφές από αρχαία αγγεία, το πάριο μάρμαρο, σε σύγχρονες επιγραφικές μορφές, όλα σ’ ένα χρωματικό ταξίδι όπου διαπλέκονται το παρελθόν και η σύγχρονη αγωνία για το παρόν και το μέλλον. Τα αρχαιολογικά στοιχεία που συνεκφέρονται με σύγχρονες εικόνες του Αιγαίου είναι η δική της αποτύπωση της άγονης γραμμής, της έλλειψης ουσιαστικής πολιτιστικής υποδομής, που καλύπτεται πίσω από τουριστικοποιημένο παρελθόν. Πρόκειται για ένα βαθύ προβληματισμό γύρω από την αρχαιογνωστική επιφανειακή πρόσληψη του χώρου και την φοκλορική προσέγγιση του πρόσφατου παρελθόντος. Την πληθωρική παρουσίαση του αρχαίου πολιτισμού έρχεται να συμπληρώσει η υποδήλωση του κενού για τη λαϊκή παράδοση και ενός κόσμου που χάνεται με μια επίμονη χρήση ενός παραδοσιακού στοιχείου, της δαντέλλας, που υποδηλώνει το φίνο και το λεπτεπίλεπτο της παραδοσιακής τέχνης. Τη χρησιμοποιεί όχι ως ζωγραφισμένο μοτίβο, αλλά ως αυτούσιο υλικό, ενσωματωμένη έκφραση, που καταγράφει μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο τον κυματισμό, της δικής της θάλασσας.
Η διαπλοκή των αρχαιοελληνικών με τα βιομηχανικά στοιχεία, τους εγκαταλελειμμένους κτιριακούς σκελετούς, υποδηλώνει τα προσωπικά της βιώματα, τη δική της ζωή που μοιράζεται ανάμεσα στην Αθήνα και το νησί της, που την ακολουθεί, όπου και να ταξιδέψει, ως θαλασσινή αύρα και πηγή έμπνευσης.
Γεννημένη στην Πάρο, με σπουδές στην ΑΣΚΤ, κοντά σε σημαντικούς δασκάλους όπως ο Ψυχοπαίδης, ο Σπηλιόπουλος, ο Μπαμπούσης και η Χατζησάββα, με πολλές διακρίσεις για τις επιδόσεις της και πολλές συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παρουσιάζει για πρώτη φορά τη δουλειά της σε ατομική έκθεση. Ο Σεφέρης έγραφε ότι «τα ποιήματα μου είναι στενά δεμένα με τα πράγματα που είδα και έζησα», για να δηλώσει το βιωματικό χαρακτήρα της τέχνης του. Η ίδια βιωματική πρόσληψη χαρακτηρίζει τα έργα της Δήμητρας Χανιώτη. Είναι η βιωμένη αποτύπωση των εμπειριών της. Είναι η Πάρος των παιδικών της χρόνων, οι σπουδές και η ζωή της στην Αθήνα, τα ταξίδια της. Μα πάνω απ’ όλα είναι η αύρα του Αιγαίου, μια νότα δημιουργικής δροσιάς. Μπροστά από κάθε έργο της μπορείς να ψιθυρίσεις στίχους του Σεφέρη και του Ελύτη.
Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
Ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
Ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
Ούτε το φίλο που έφυγε για τ΄ ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
Να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει
Μέσα από τους σεφερικούς στίχους διαβάζει κανείς το δικό της, το εικαστικό της, μυθιστόρημα, άλλοτε γεμάτο νοσταλγία για τον κόσμο που έφυγε κι’ άλλοτε γεμάτο αγωνία για τον κόσμο που έρχεται. Συνακόλουθα ο ποιητής του Αιγαίου, ο Ελύτης φαίνεται να εμπνέει όλη της τη δουλειά:
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι’ η πρώρα των αφρών του
Κι’ οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι.
Πραγματικά κάθε πίνακας της μοιάζει να λέει ένα τραγούδι, ένα παραμύθι, μια ιστορία. Ξανακοιτάζω τα έργα της: συνθέσεις όπου οι βραχονησίδες μπλέκονται με τα κεντημένα μοτίβα, τα τοπία με τις αντιστραμμένες ακροπόλεις και τους ζοφερούς βιομηχανικούς σκελετούς, τα εφιαλτικά μπαλονομανίταρα, τα ρόδινα κεντητά ακρογιάλια, τη πεσμένη Γοργώ, τη σπασμένη Νίκη, τις κόρες που μετακόμισαν από το Ερέχθειο και βυθίζονται στα κύματα του Αιγαίου, το αγκαθερό ανεστραμμένο κατάρτι, το ειδώλιο που ατενίζει εναγώνια, καταπρόσωπο, κεντημένη παράδοση, τις φωτογραφίες των διαπλεκόμενων. Μέσα στα αρχαιογνωστικά της μοτίβα, που επικαλύπτονται όλα από ένα στρώμα αγωνίας, μια αδιόρατη θλίψη που διαχέεται παντού για να συναντήσει εστίες ελπίδας, που ξεπηδούν μέσα από το έντονο κόκκινο και τις πινελιές του πράσινου και του γαλάζιου. Έργα, φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χρώματα, για να παραλλάξω λίγο το στίχο του ποιητή.
Δεν είμαι τεχνοκριτικός. Τα έργα της Δήμητρας Χανιώτη μου έδωσαν την ευκαιρία μιας όμορφης περιδιάβασης. Ταξίδεψα νοερά μαζί της και νομίζω πως γι’ αυτή την έκθεση την άκουσα να ψιθυρίζει, μαζί με τον Ελύτη,
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα.
Γιώργος Γεωργής
Πρώην Πρέσβης της Κύπρου στην Ελλάδα
Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου
Η ευεργετική καθημερινότητα της διαρκούς παράδοσης
Η σχέση που διατηρεί ο καλλιτέχνης με το υλικό του είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την έκφραση των θεωρητικών προθέσεων και των συγκινησιακών του παρορμήσεων, που επιζητούν χώρο και μορφή στο έργο. Για τον λόγο τούτο, η αναθεώρηση των εκφραστικών μέσων σε κάποιες περιόδους της προσωπικής δημιουργίας δεν αποτελεί απλώς μία αναδιάρθρωση του εκφραστικού μηχανισμού, αλλά είναι οργανικό στοιχείο στην πορεία της έρευνας και του στοχασμού, καθώς ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της γνωστικής ψηλάφισης του θέματος και του υλικού του.
Για τούτο κι η μετεξέλιξη της τεχνοτροπίας στα έργα που παρουσιάζει η Δήμητρα Χανιώτη στην έκθεσή της με τίτλο «Ο τρώσας και ιάσεται» στην γκαλερί «Τεχνοχώρος», στην οδό Λεμπέση, δεν ξενίζει όποιον είχε παρακολουθήσει την προηγούμενη δουλειά της. Η θεματική της προσέγγιση, που αναζητεί την πηγή της ταυτοδοσίας μέσα από τα πράγματα που συνηθίζουμε να ορίζουμε ως ‘παράδοση’ και μας προσδιορίζουν – είτε με θετικό, είτε με αρνητικό πρόσημο, αλλά πάντοτε χαρακτηριστικά – ως «συνειδότες» και «συνεργούς» μίας πορείας με πολλαπλές διαδρομές (την καντιανή Mannigfaltigkeitder Empfindungen), απαιτεί ακριβώς έναν διαφορετικό χειρισμό για να μπορέσουν να αναδειχθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνδέουν κάποιες φορές τις διαφορετικές εκδοχές της έννοιας αυτής.
Ο λόγος είναι γιατί, η Δ. Χανιώτη δε στέκεται μόνον στη μία πλευρά της έννοιας παράδοση – αυτή την παγιωμένη και χρονικά προσδιορισμένη ως παρελθόν που σηματοδοτεί. Αντίθετα, καταδύεται και σ’ εκείνην την «κρυφή οντολογία», όπως θα έλεγε κι ο J.Searle, των μικρών, καθημερινών, πραγμάτων, που κι εκείνα με τον έναν, ή τον άλλον τρόπο, καθορίζουν και μάλιστα με πιο μεγάλη διάρκεια και σε ευρύτερη κλίμακα, τη συμπεριφορά και την ταυτότητά μας. Είναι η εστίαση σε μία πλατύτερη εικόνα για την παράδοση, η οποία δεν στέκεται να μας κοιτάζει και να την κοιτάζουμε ακίνητη, που μας καθοδηγεί – ακόμη κι ως συνήθεια ή μηχανική αντίδραση – σε μόνιμη βάση, αυτή είναι που μας προσφέρει την καθαρτική ‘ίαση’ από μία ‘πληγή’ συνειδησιακή, η οποία είναι φορές που αισθανόμαστε ότι μας κατατρώει. Είναι η ιστορία, που κάθε γενιά (ξανα)γράφει για λογαριασμό της και η σημασία της εξαρτάται από τα μόνα πράγματα που αυτή γνωρίζει κι αναγνωρίζει για τον κόσμο…
Τα πράγματα τούτα τα καθημερινά, από τις πιο απλές συμπεριφορές, ίσαμε τα χρηστικά αντικείμενα, τα πετσετάκια, ή οι κλωστές των υφαντών, σε συνδυασμό με τα κλασσικά έργα που καταστρώνουν την ιδιαίτερη συνείδησή μας (για ν’ αναφέρω κάποια από τα χαρακτηριστικά των έργων της Χανιώτη), ανοίγουν ένα πλατύτερο χρονικό ριπίδι για τη βίωση της παράδοσης, ώστε αυτή να μην αποτελεί πλεόν βάρος. Δεν εκφράζουν πλέον ένα ‘ευκλεές’ παρελθόν, αλλά ένα specious present, κατά τον ορισμό του Whitehead—ένας σύνθετος όρος-λογοπαίγνιο, που καθορίζει και τον χωροχρόνο (space) και το είδος (species) κι αποτελεί μία διευρυμένη έννοια που εμπεριέχει όχι μόνον στοιχεία από το παρόν, αλλά κι από το παρελθόν κι ίσως το μέλλον – όπως αυτό προκαθορίζεται από τις συμπεριφορές που έχουν σχέση με τις άλλες δύο χρονικές συγκυρίες.
Στην πορεία τούτη, όπου το «υψηλό» συγκοιρανεί το «ταπεινό», η σύνδεση μεταξύ των δύο διαφορετικών στιγμών – τόσο του βίου, όσο και της κουλτούρας – συμπλέκονται ταυτόχρονα η «ταυτότητα» κι η «διαφορά», καθώς τόσο η χρονική, όσο κι η βιωτή, θέση ενός σώματος και μίας συνείδησης επικαθορίζονται από εκείνη που προηγήθηκε, ενώ η συνέχεια αποτελεί μία προϋπόθεση του περάσματος από την εμπειρία, όπως θα μας επιβεβαίωνε κι ο G.H.Mead.
Η διαφορά ωστόσο παραμένει ενεργά προσδιορισμένη: καθότι ο συσχετισμός ενός περιεχομένου με κάποιο άλλο δεν συνιστά τον χαρακτηρισμό της σημασία του σε συμβολικό επίπεδο. Για τη συνείδηση του κάθε ανθρώπου για της σημασία του περιεχομένου, το σύμβολο κι εκείνο που συμβολίζει (δηλ. ό,τι επισημαίνει) θα πρέπει να αναπαρίστανται ξεχωριστά, καθώς οι αντιδράσεις μας απέναντι σε αντικείμενα ορισμένου τύπου είναι σταθερά προσδιορισμένες ως προς τον αυτοματισμό τους. Επειδή, είναι ακριβώς προδιαγεγραμμένη η ξεχωριστή – συμβολική ή λειτουργική – τους φύση, η πρώτη αντίδραση προηγείται του τελικού, θεωρητικού, συσχετισμού τους.
Όπως επισημαίνει στο έργο της η Χανιώτη, το καινούργιο μπορεί να αναδυθεί, αλλά αναδύεται μές από τις συνθήκες που ήδη προϋπήρχαν ως παρούσες κι από τις προϋποθέσεις που διαφοροποιούν ποιοτικά το θετικό παρελθόν από το ‘καθαρό’ παρελθόν: αυτό που είναι τετελεσμένα περασμένο κι ως έκφραση αρνητικό κι αμετακίνητο, άρα άχρηστο.
Γιώργης-Βύρων Δαβός
Δρ Φιλοσοφίας της Τέχνης της Γλώσσας
Τα Έργα